- τσίνισμα
- τό1) пинок; 2) лягание, брыкание; 3) перен. раздражение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσίνισμα — το, ατος 1. το κλότσημα των ζώων, η κλοτσιά, το λάκτισμα. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθισμός, εξοργισμός, φούρκισμα, αγρίεμα: Αν του φερθείς άσχημα, βλέπεις το τσίνισμά του. 3. μτφ., δυστροπία, κακοτροπία, δυσανασχέτηση: Του ζήτησα δανεικά και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίνισμα — το, Ν 1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά 2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμός β) δυσανασχέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
λάκτισμα — το (Α λάκτισμα) [λακτίζω] χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά νεοελλ. 1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα 2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα 3.… … Dictionary of Greek